- κομιστικός
- -ή, -ό (Α κομιστικός, -ή, -όν) [κομίζω]ο κατάλληλος να μεταφέρει κάτινεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κομιστικάοι δαπάνες μεταφοράς, τα μεταφορικά, τα κόμιστρααρχ.1. ο κατάλληλος για φροντίδα2. (για τροφές και φάρμακα) δυναμωτικός.
Dictionary of Greek. 2013.